Υπάρχει κάποια θεωρία των… άκρων;

Του Θεόδωρου Ζαρέτου

Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που διαστρέφεται το νόημα των εννοιών που οι λέξεις κλείνουν μέσα τους. Εδώ και αρκετό καιρό μπουχτίσαμε κυριολεκτικά από την λεγόμενη θεωρία των δύο άκρων. Υπάρχει τέτοια Θεωρία;
Αν απευθύνουμε αυτό το ερώτημα σε κάποιον πολιτικό ή δημοσιογράφο το πιο πιθανό είναι να πάρουμε την απάντηση ότι… «και βέβαια υπάρχει, δεν είδες τι είπανε για το ΣΥΡΙΖΑ ο Λαζαρίδης και ο Πάγκαλος και ο Σκουρλέτης κι ο Τσίπρας για τη Ν.Δ.»;
Είναι φυσικό , αφού στο μυαλό του μέσου πολιτικού ή δημοσιογράφου η προσωπική ή συλλογική άποψη και η κομματική τακτική ή στρατηγική μπορεί να ονομάζεται και θεωρία.
Ότι θέλει ο καθένας λέει.
Εδώ ο Καμένος είπε (on camera παρακαλώ) πως η Χρυσή Αυγή είναι μνημονιακό κόμμα που θέλει να παραδώσει την Ελλάδα στους δανειστές!!!!!

Αν όμως απευθύνουμε το ερώτημα αν υπάρχει κάποια θεωρία των άκρων σε έναν επιστήμονα που κατά τεκμήριο γνωρίζει τι σημαίνει θεωρία η απάντηση, αν μεν είναι «όχι» θα είναι ένδειξη ακαδημαϊκής σοβαρότητας, αν όμως είναι «ναι» φοβούμαι ότι πιθανόν να έχει μπερδέψει ο συγκεκριμένος, τον ρόλο του με τον ρόλο κάποιου πολιτικού ή δημοσιογράφου.
Γιατί στην ακαδημαϊκή της εκδοχή η θεωρία δεν ταυτίζεται με μία οποιαδήποτε σκέψη που επιχειρεί να εξηγήσει κάτι.. Αντίθετα, αναπτύσσεται σχεδιασμένα μέσω της αναλυτικής σκέψης εκεί όπου η παρατήρηση επαναλαμβανόμενων γεγονότων προτρέπει στην διατύπωση γενικότερων απόψεων για το κοινωνικό (μιλώντας για κοινωνική θεωρία) υπόβαθρο που προκαλεί τα παρατηρούμενα φαινόμενα.
Ο επιστήμονας εξ άλλου ξέρει πολύ καλά ότι μία θεωρία δεν είναι παρά ένας ισχυρισμός και κατά συνέπεια δεν υπάρχει σωστή και λάθος θεωρία αλλά μόνο η διαδρομή της στον κόσμο των αφηρημένων εννοιών, μέχρι να ανατραπεί από παρατηρήσεις που διαψεύδουν αυτές που οδήγησαν στην διατύπωσή της, ή (το πιο συνηθισμένο) να ανασκευασθεί λιγότερο ή περισσότερο από νέες παρατηρήσεις.

Είναι κατά συνέπεια επιβεβλημένο σε όσους προσπαθούν με αναλυτικό (σοβαρό τέλος πάντων) τρόπο να μιλήσουν για τα πολιτικά άκρα του ελληνικού κομματικού συστήματος να χρησιμοποιούν την έννοια της θεωρίας με επιστημονικό τρόπο και όχι όπως κάποιοι πολιτικοί ή δημοσιογράφοι που ό,τι θέλουνε λένε.
 Επειδή όμως γίναμε αρκετά δασκαλίστικοι με κίνδυνο να μας κατσαδιάσει κανένας  ας μπούμε στο ψητό:

Θα πρέπει να αποφασίσουν όλα τα κόμματα (πλην Χρυσής Αυγής) που την τοποθετούν.
Αν την τοποθετούν στον χώρο των εγκληματικών οργανώσεων, όπου και μόνο ανήκει, τότε δεν υπάρχει στον «κομματικό άξονα» οπότε ούτε και σε κάποιο άκρο του.
Κατά συνέπεια δεν μπορεί να συγκρίνεται (να ταυτίζεται ή να διαχωρίζεται) με οποιοδήποτε κόμμα για τον ίδιο λόγο που δεν συγκρίνονται ο πολιτικοδημοσιογραφικός με τον επιστημονικό λόγο.
Στον υποθετικό λοιπόν κομματικό άξονα προφανώς υπάρχουν δύο άκρα αλλά η τοποθέτηση των κομμάτων πάνω σ’ αυτόν δεν υπακούει σε κάποια θεωρία αλλά στις ιδεολογικοπολιτικές πεποιθήσεις του καθ’ ενός μας.
Σύμφωνα με αυτές και με τους κανόνες του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, όλοι  έχουμε κάθε δικαίωμα να τοποθετούμε το ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεξιότερα του ΛΑΟΣ  και το ΚΚΕ η τη ΝΔ αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν υπάρχει ούτε ιδεολογικός κομισάριος που να το απαγορεύει ούτε και ανώτατο ιερατείο απονομής ιδεολογικοπολιτικού ή πατριωτικού DNA.
Ευτυχώς.
Γιατί εκεί όπου υπήρξε, υπήρχε κομματικός άξονας χωρίς κόμματα και αυτό δεν είναι θεωρία αλλά ό,τι έβλεπαν τα μάτια μας και άκουγαν τ’ αυτιά μας. Ούτε στη Γερμανία του Χίτλερ, ούτε στη Σοβιετική Ένωση του Λένιν, ούτε στις δικτατορίες του Πινοσέτ, του Φράνκο του Σαλαζάρ και του Παπαδόπουλου.

Πως λοιπόν μπορούμε να τοποθετήσουμε τα κόμματά μας σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας (μεταπολίτευση) στον κομματικό άξονα;
Τι υπάρχει στα δύο άκρα του;
Εδώ θα επιχειρήσουμε μία διαφορετική «ανάγνωση» από την τρέχουσα και κυρίαρχη.
Από το 1975 μέχρι και το 2012 υπήρξε στο συντριπτικά μεγάλο μέρος των πολιτών η κάθετη διαχωριστική γραμμή που επέβαλλε ο δικομματισμός, νοούμενος φυσικά ως απότοκο της αργόσυρτης ιστορικής εξέλιξης της Νεοελληνικής κοινωνίας και γι αυτό επικοινωνιακά επιτυχημένης πολιτικής επιλογής των δύο εταίρων του.
Ο διαχωρισμός αυτός έλαβε μανιχαϊστικά χαρακτηριστικά (φώς-σκότος) και μέσω του πολιτικού φανατισμού οδήγησε την κοινωνία σε έναν πλαστό διχασμό, απομακρύνοντάς την από τον ορθολογισμό, την αναλυτική σκέψη και μερικές φορές και την ίδια τη λογική.
Τα δύο αυτά κόμματα βιώναμε στην ουσία ως πολιτικά άκρα αφού όλα τα υπόλοιπα είχαν έναν εντελώς δορυφορικό κοινοβουλευτικό, ιδεολογικό και πολιτικό ρόλο στο πολιτικό φαντασιακό του μεταπολιτευτικού Νεοέλληνα.
Η τοποθέτησή της αριστεράς στον πολιτικό άξονα απασχολούσε μόνο το στενά κομματικό της κοινό, αποπροσανατολισμένο ως συνήθως στην κορυφαία διαμάχη για τη διαφορά μεταξύ αυθεντικών και κάλπικων ερμηνευτών του Μαρξικού ταλμούδ.
Στην ουσία υπήρχαν μόνο άκρα αφού έτσι κατανοούνταν από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, που γύρω τους περιστρέφονταν όλοι οι άλλοι.
Εκείνο δηλαδή που σε όλη τη μεταπολίτευση έλλειψε, κόστισε και κοστίζει πανάκριβα στην οικονομία, στην κοινωνία και στην ίδια τη λειτουργία του Δημοκρατικού μας πολιτεύματος ήταν ο μεσαίος χώρος.
Όχι ως παραγωγός «κεντρώου» φανατισμού αλλά ως σαφής, ειλικρινής προγραμματικός λόγος, ως πολιτικός σχηματισμός ευθύνης και υπεράσπισης των θεσμών μας.
Είναι προφανές το τι θα έπρεπε και τι δεν θα έπρεπε να πει, τι θα έπρεπε και τι δεν θα έπρεπε να κάνει.
Δυστυχώς επιχειρείται σήμερα να επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό από τη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ.
Δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας, εθισμένο στον κάλπικο διαχωρισμό μεταξύ των καλών και των κακών, στοιχίζεται πρόθυμα κάτω από τα σημαιάκια του κομματικού πατριωτισμού τους.
Το νέο δικομματικό αλισβερίσι που στήνουν με τον καθημερινό τους πετροπόλεμο βοηθάει την εγκληματική οργάνωση της  Χρυσής Αυγής και ούτε αυτό είναι θεωρία, αλλά απλή λογική: Όσο αγωνίζονται να μας πείσουν ότι ο «άλλος» μοιάζει πολύ με τους φασίστες βοηθούν τους φασίστες να  ξεφύγουν από τον χώρο των εγκληματικών οργανώσεων όπου ανήκουν και να καθιερωθούν ως πραγματικό κόμμα του πολιτικού άξονα και του ήδη πολύπαθου κοινοβουλευτικού μας συστήματος. Ιδιαίτερα στις σημερινές δύσκολες συνθήκες με την οργή να προσφέρεται από κάθε τυχοδιώκτη σε τιμή ευκαιρίας, τους δίνουν τη δυνατότητα να παρουσιασθούν ως ο αυθεντικός «καλός φίλος του λαού».
Που δεν περιορίζεται μόνο στο να κατηγορεί «τους άχρηστους πολιτικούς» ως προδότες και δοσίλογους και να μοιράζει ρούχα και φαγητό σε  εξ αίματος Έλληνες, αλλά άμα λάχει να καθαρίζει που και που και κανέναν κακομούτσουνο upon call!
Ποιος είπε ότι τη δεύτερη φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα;
Ο Μαρξ, ο Λαζαρίδης, ο Λαφαζάνης…. θα σας γελάσω.


Από το metarithmisi.gr

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"ΕΦΥΓΕ" Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, ΝΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ

Έφυγε το μαύρο και ήρθε το ασπρόμαυρο στην Δημόσια Τηλεόραση (ΔΤ)

Φορολογούν τη ζωή μας